ἐκβολή

ἐκβολή
ἐκβολή, ῆς, ἡ (s. ἐκβάλλω; Aeschyl. et al.; pap, LXX; Jos., Ant. 17, 86, C. Ap. 1, 294 al.) gener. ‘to throw out of an area or object’; in our lit., as nautical t.t. jettisoning, of a ship’s cargo to save the vessel in a storm (cp. Aeschyl., Sept. 769; Aristot., EN 3, 1, 5, 1110a, 9; Lucian, De Mer. Cond. 1): ἐκβολὴν ποιεῖσθαι jettison (Pollux 1, 99; Jon 1:5) Ac 27:18.—DELG s.v. βάλλω. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐκβολή — throwing out fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκβολή — η (AM ἐκβολή) 1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμο («εκβολή ριζών») 2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα νεοελλ. (ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας αρχ. μσν. 1. εκδίωξη, εξορία 2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου»… …   Dictionary of Greek

  • εκβολή — η 1. βίαιη εξαγωγή, απόσπαση, εκδίωξη: Εκβολή εμβρύου (άμβλωση). 2. (για ποταμό), ιδίως στον πληθ., οι εκβολές το στόμιο, το σημείο όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα. 3. (ναυτ.), είδος αβαρίας, η χύση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκβολῇ — ἐκβολῆι , ἐκβολεύς inspector of dykes masc dat sg (epic ionic) ἐκβολή throwing out fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβολῆ — ἐκβολεύς inspector of dykes masc nom/voc/acc dual ἐκβολεύς inspector of dykes masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλανση ή εκβολή — Μέθοδος μηχανικής επεξεργασίας, η οποία εκμεταλλεύεται την ιδιότητα ελατότητας ορισμένων μετάλλων και συνθετικών υλών, για να τα μεταβάλει από κομμάτια ή πλάκες, σε κοίλα σώματα, με διατομή μικρότερη από τη διατομή του αρχικού τεμαχίου και με… …   Dictionary of Greek

  • ἐκβολαῖς — ἐκβολή throwing out fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβολαῖσι — ἐκβολή throwing out fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβολαῖσιν — ἐκβολή throwing out fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβολαί — ἐκβολή throwing out fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβολῇσιν — ἐκβολή throwing out fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”